- μανιχαΐζω
- μανιχαΐζω (AM) [Μανιχαίος]είμαι Μανιχαίος, ακολουθώ τη θρησκευτική αίρεση τών Μανιχαίων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μανιχαϊσμός — Θρησκεία την οποία ίδρυσε και κήρυξε στην περσική αυτοκρατορία των Σασσανιδών ο Μάνης. Ο μ., ο οποίος υπέστη διωγμό στην Περσία, διαδόθηκε στην Άπω Ανατολή. Τον 7o αι. έφτασε στην Κίνα και τον 8o αι. έγινε επίσημη θρησκεία της τουρκικής… … Dictionary of Greek